ἔχρισα

ἔχρισα
ἔχρῑσα , χρίω
touch the surface of a body slightly
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρίζω — έχρισα, χρίστηκα, χρισμένος 1. επαλείφω. 2. ανακηρύσσω κάποιον επίσημα: Χρίστηκε υποψήφιος του κόμματος αυτού στην πρώτη περιφέρεια Αθηνών. 3. ασβεστώνω, ασπρίζω: Θα χρίσουμε απέξω όλο το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρίζω — χρίζω, έχρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”